- ξιδάτος
- η, ο [ξίδι]1. (για εδώδιμα) αυτός που παρασκευάζεται με ξίδι ή που έχει διατηρηθεί στο ξίδι («ελιές ξιδάτες»)2. φρ. «διάβολος ξιδάτος» — άνθρωπος πολύ πονηρός ή πολύ δύστροπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξιδάτος — η, ο 1. αυτός που γίνεται ή διατηρείται με ξίδι: Ελιές ξιδάτες. 2. φρ., «Διάβολος ξιδάτος», άνθρωπος πονηρός κι έξυπνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξειδάτος — –η, ο (εσφ. γρφ.) ξιδάτος … Dictionary of Greek
ξιδερός — ή, ό [ξίδι] 1. ξιδάτος 2. το ουδ. ως ουσ. το ξιδερό δοχείο ξιδιού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξιδερά λαχανικά που έχουν διατηρηθεί αρκετό καιρό μέσα σε ξίδι … Dictionary of Greek
ξυδάτος — η, ο (εσφ. γρφ.) ξιδάτος … Dictionary of Greek
οξωτός — ὀξωτός, ή, όν (Α) [όξος] (για φαγητά) ξιδάτος … Dictionary of Greek